Η Εξωτερική Πολιτική του Ερντογάν καταρρέειΕπιστροφή

Με την άποψη του Palo

Άννα Παναγιωτίδου · 09/02/16 - 23:00

Μόλις λίγα χρόνια πριν, η Τουρκία προανήγγειλε ότι είναι μία από τις ανερχόμενες δυνάμεις της περιοχής. Τι άλλαξε όμως κι όλα ανατράπηκαν;

Η εξωτερική πολιτική της ήταν πάντα στο επίκεντρο των συζητήσεων. Με την χαρακτηριστική έκφραση «μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες» επεδίωκε τη βελτίωση των σχέσεων της με στόχο να αναδυθεί σιγά-σιγά ως η κυρίαρχη περιφερειακή δύναμη. Μέσω του εκδημοκρατισμού και των οικονομικών μεταρρυθμίσεων που πραγματοποιούσε σε συνδυασμό με μια  «έξυπνη» διπλωματία εμφανιζόταν ως μια ήπια δύναμη που στόχευε τη θέσπιση της Άγκυρας ως μεσολαβητής στις συγκρούσεις της περιοχής.

 

Σήμερα αυτή η πολιτική φαίνεται να καταρρέει. Η απότομη μεταστροφή της στην Αραβική Άνοιξη και ιδιαίτερα στη Συρία, καθώς και τα λάθη της στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική, άλλαξαν εντελώς την εικόνα που παρουσίαζε εντός και εκτός της χώρας. Με εξαίρεση τη Περιφερειακή Κυβέρνηση του Κουρδιστάν στο Βόρειο Ιράκ, οι σχέσεις της Τουρκίας σχεδόν με όλους τους γείτονές της έχουν ψυχρανθεί. Παράλληλα, οι εντάσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Ρωσία επηρέασαν ακόμη πιο αρνητικά τις σχέσεις με τους γείτονες της. Σήμερα, η όποια εξουσία της Άγκυρας ως επί το πλείστον οφείλεται στη γεωγραφική της θέση, την οποία χρησιμοποιεί ως ισχυρό βραχίονα στις διπλωματικές της συναλλαγές.

Λοιπόν, πώς οι διεθνείς φιλοδοξίες της Τουρκίας έχουν καταρρεύσει; Είναι ένα ζήτημα με πολλαπλές απαντήσεις. Οι φιλοδοξίες του Προέδρου Ερντογάν , η επιθυμία του να μετατρέψει την Τουρκία σε ένα ισχυρό προεδρικό σύστημα, η κατάρρευση της κουρδικής ειρηνευτικής διαδικασίας, η Συριακή κρίση, όλα συνέβαλαν στην καταστροφή στα πολλά υποσχόμενη εξωτερική πολιτική της Άγκυρας.

Η Αραβική Άνοιξη έπληξε σοβαρά τον ηγεμονικό ρόλο της Τουρκίας ως περιφερειακή δύναμη, ικανή να πρωταγωνιστήσει στον επανασχεδιασμό της Μέσης Ανατολής. Και έτσι ο Ερντογάν από μεγάλος ηγέτης έτοιμος να προσφέρει λύση στο μείζον πολιτικό πρόβλημα της περιοχής, πράγμα που θα έδινε φτερά στην προεδρία του στην Τουρκία και αναμφισβήτητο κύρος στο εσωτερικό και εξωτερικό, καταλήγει να μεταβάλλεται ο ίδιος σε πρόβλημα στην παγκόσμια πολιτική σκηνή.

Ακόμη και πριν από την Αραβική Άνοιξη, υπήρχαν ενδείξεις ότι η τουρκική εξωτερική πολιτική αρχίζει να ταλαντεύεται. Το 2009 τα επιτεύγματα της Τουρκίας ήταν αξιοσημείωτα: η ταχεία οικονομική ανάπτυξη, η μετατροπή της Κωνσταντινούπολης σε διεθνή κόμβο, ο εκδημοκρατισμός και η εξημέρωση του ισχυρού στρατιωτικού κατεστημένου. Οι πολίτες ήταν ενθουσιασμένοι κι αυτό οδήγησε στις απανωτές εκλογικές νίκες του κόμματος (AKP) του Ερντογάν.

Έχοντας εδραιώσει τη θέση του, ειδικά μετά τις εκλογές του 2007, ο Ερντογάν, το 2009 ήρθε σε ρήξη με το Ισραήλ, ενώ έδωσε μεγάλη σημασία στον αραβικό κόσμο, με αποτέλεσμα η δημοτικότητα του Ερντογάν και της Τουρκίας να εκτιναχθεί στα ύψη. Οι Άραβες συνέρρεαν στην Τουρκία για τουρισμό και σε αναζήτηση επενδυτικών ευκαιριών.

Η έλευση της Αραβικής Άνοιξης ώθησε επίσης τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Τουρκία να συνεργαστούν στενά. Ο Ερντογάν προκάλεσε τον ενθουσιασμό του Ομπάμα, έτσι η Τουρκία για άλλη μια φορά αναδείχθηκε ως μια περιφερειακή χώρα πρότυπο που με επιτυχία παντρεύτηκε το Ισλάμ και τη δημοκρατία στο πρόσωπο του Ερντογάν και του κόμματος του .

Η Τουρκία, όμως, ήθελε να είναι περισσότερο από ένα μοντέλο. Η άνοδος στην Αίγυπτο, την Τυνησία και τη Συρία της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, με την οποία η ηγεσία του ΑΚΡ είχε στενές σχέσεις, έδωσε τη δυνατότητα ενεργού ρόλου στην Άγκυρα ως το πιο ισχυρό περιφερειακό σύμμαχο του κινήματος. Η Αραβική Άνοιξη επέτρεψε στην τουρκική ηγεσία να φαντάζεται τον εαυτό ως ηγετική δύναμη της περιοχής. Έτσι η Τουρκία πίστευε ότι είχε φτάσει η στιγμή της. Αυτό όμως δεν κράτησε πολύ. Δέχθηκε ένα πλήγμα… Όλα άλλαξαν όταν ανατράπηκε η κυβέρνηση στην Αίγυπτο και ο Ερντογάν έλαβε θέση υποστηρίζοντας τους πραξικοπηματίες.

Πριν από την εξέγερση του 2011, η Συρία ήταν το απόλυτο επιτυχημένο παράδειγμα των "μηδενικών προβλημάτων" της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας. Λίγο μετά την άνοδο του ΑΚΡ στην εξουσία, ο ισχυρός της Συρίας Άσαντ και ο Ερντογάν δημιούργησαν μια στενή σχέση εργασίας, ακόμη και προσωπική. Αυτή ήταν μια αξιοσημείωτη μεταστροφή, λαμβάνοντας υπόψη ότι το 1998, η Τουρκία απείλησε τη Συρία στρατιωτικά λόγω της στήριξης του Κουρδικού Εργατικού Κόμματος (PKK). Ο Ερντογάν βοήθησε επίσης στην έναρξη των έμμεσων διαπραγματεύσεων μεταξύ του Ισραήλ και της Συρίας.

Όταν οι ειρηνικές διαδηλώσεις άρχισαν στη Συρία, και ο Άσαντ απάντησε  στρατιωτικά για την καταστολή τους, τότε ο Ερντογάν γύρισε την πλάτη του στον πρώην σύμμαχό του. Η δραματική κλιμάκωση της βίας στη Συρία κατά τη διάρκεια του ιερού μήνα του Ραμαζάνι το 2011, οδήγησε τον Ερντογάν σε σκληρότερη στάση απέναντι στον Άσαντ, καλώντας τη διεθνή κοινότητα να κινητοποιηθεί για να εκδιωχθεί από την εξουσία. Η απόκλιση όμως μεταξύ των επιθυμιών του Ερντογάν και των ΗΠΑ για την αντιμετώπιση του προβλήματος απογοήτευσαν τον Ερντογάν, καθώς ο Ομπάμα φαίνεται απρόθυμος σε οποιαδήποτε συμπλοκή.  Ένταση στις σχέσεις με τις ΗΠΑ δημιουργεί και το κουρδικό ζήτημα. Η Τουρκία θεωρεί το συριακό κίνημα, το PYD , παρακλάδι της τρομοκρατικής οργάνωσης του  Κουρδικού Εργατικού Κόμματος (PKK), και δεν δέχεται καμία διάκριση, ενώ οι ΗΠΑ θέλουν να ξεχωρίζουν τα δυο αυτά κινήματα.

Από την άλλη η ρήξη του Ερντογάν με τον Άσαντ ενθαρρύνουν ξένους μαχητές να ρέουν κατά μήκος των συνόρων της Τουρκίας στη βόρεια Συρία, κάτι που αύξησε τις εντάσεις με τους εταίρους της Άγκυρας, τις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Σύντομα οι ξένοι μαχητές που κλίνουν προς το ισλαμικό κράτος εντάσσονται στους Τζιχάντ και υλοποιούν την υποδομή τους εντός της Τουρκίας. Γεγονός που προκαλεί την έντονη αντίδραση των εταίρων της Άγκυρας.

Η Τουρκία έχει μεγάλες διαφορές και με το Ιράν σε ό,τι αφορά την πολιτική του στη σύγκρουση που διεξάγεται στη Συρία. Οι επιχειρηματικοί δεσμοί μεταξύ των δυο χωρών, συμπεριλαμβανομένων των πωλήσεων χρυσού μεγάλης κλίμακας, η εξάρτηση της Τουρκίας στο ιρανικό φυσικό αέριο, καθώς και η ανάγκη του Ιράν για τα έσοδα ξένου συναλλάγματος που δημιουργούνται από τις εξαγωγές αυτές, έχουν βοηθήσει τις δύο χώρες να αποφευχθεί μια δημόσια κραυγή στις διαφορές τους. Όμως αυτό πλέον φαίνεται να αλλάζει, καθώς η στάση του Ερντογάν προς τον Άσαντ ενοχλεί το Ιράν.

Παρ’ αυτά ο Ερντογάν δεν φαίνεται να έχει παραιτηθεί από την όνειρό του για τουρκική επιρροή στην περιοχή. Η Άγκυρα ανακοίνωσε πρόσφατα ότι η Τουρκία θα ανοίξει μια ναυτική βάση στο Κατάρ και ότι θα  δημιουργήσει εγκαταστάσεις κατάρτισης στη Σομαλία. Ο Τούρκος πρόεδρος, επίσης, προσπαθεί να αναθερμάνει τις σχέσεις του με το Ισραήλ. Μια προσέγγιση με την Ιερουσαλήμ ανοίγει την προσοδοφόρα δυνατότητα κατασκευής αγωγών φυσικού αερίου από τους τομείς της Ανατολικής Μεσόγειου μέσω Κύπρου στην Τουρκία.

Ωστόσο, ο Ερντογάν αντιμετωπίζει τρεις αλληλένδετες προκλήσεις. Πρώτον η συνταγματική αλλαγή που θα του επέτρεπε να συγκεντρώνει εκτελεστικές εξουσίες στην προεδρία, επιτρέποντάς του να κυβερνήσει τη χώρα χωρίς περιορισμούς από τα θεσμικά της όργανα. Δεύτερον η κλιμάκωση της σύγκρουσης με τους Κούρδους απειλεί να οδηγήσει σε πλήρη ρήξη με το τουρκικό κράτος. Και τέλος η επιδείνωση της κατάστασης στη  Συρία υπόσχεται όχι μόνο να επιδεινώσει την κουρδική διένεξη στη Τουρκία, αλλά και να αποδυναμώσει τις σχέσεις της με τις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς η Ουάσιγκτον ενισχύει τους δεσμούς της με τους Κούρδους της Συρίας.

Ως προς τη Συρία, υπάρχει σαφώς μια σημαντική απόκλιση στις προτεραιότητες μεταξύ της Τουρκίας και των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης. Για τους δυτικούς εταίρους της Τουρκίας, η προτεραιότητα είναι να νικήσουν το Ισλαμικό Κράτος, ενώ στην Άγκυρα, η ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ και η πρόληψη της κουρδικής αυτόνομης περιοχής στη Συρία. Η συνέχιση της κουρδικής διαμάχης όμως θα ωθήσει περαιτέρω την Άγκυρα μακριά από τους συμμάχους του για τη Συρία.

Η ουσία του θέματος είναι η εξής: Η τουρκική εξωτερική πολιτική δεν εξυπηρετεί πλέον τηv Τουρκία . Ο Ερντογάν αντιμετωπίζει προβλήματα στο εσωτερικό της χώρας εξαιτίας των αυταρχικών ενεργειών του, ενώ η εξωτερική πολιτική είναι προϊόν της κοσμοθεωρίας του και υπηρετεί τις ιδιοτροπίες και τις προτιμήσεις του. Δεν υπάρχει κανείς που μπορεί να τον αμφισβητήσει. Στα πρώτα χρόνια η συστηματική προσέγγιση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας έχει δώσει τη θέση της στην επιείκεια. Αυτό περισσότερο από οτιδήποτε εξηγεί τα σκαμπανεβάσματα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.

Με άλλα λόγια, η Τουρκία μετατρέπεται από στήριγμα σε πρόβλημα για τη Δύση, και οι συνέπειες αναμένεται να είναι μεγάλες στο μέλλον, τόσο γι’ αυτήν, όσο και για τα κράτη που συνορεύουν με αυτήν, δεδομένου ότι η Τουρκία θα κάνει ό,τι μπορεί για να παραμείνει στον πυρήνα των «κομβικών χωρών» για τη Δύση. Και αν δεν μπορεί να το πράξει δια της πολυτιμότητας, θα το κάνει δια της απειλής.